προβολή + συζήτηση : η πόλη των νεκρών γυναικών, Πέμπτη 24/10 @20.00

με αφορμή το «η πόλη των νεκρών γυναικών» και το «2666»

δηλαδή ένα ντοκιμαντέρ του εξάντα και ένα βιβλίο του ρομπέρτο μπολάνιο

 

Όταν ρωτήθηκε για να εξηγήσει καλύτερα, είπε ότι μια κοινή και συνηθισμένη δολοφονία (παρότι δεν υπήρχαν κοινές και συνηθισμένες δολοφονίες) κατέληγε πάντα σχεδόν με μια εικόνα υγρή, μια λίμνη ή ένα πηγάδι που πρώτα σκίζεται και μετά ηρεμεί, ενώ οι φόνοι στη σειρά, όπως αυτοί στη συνοριακή πόλη, προξενούσαν μια εικόνα  β α ρ ι ά , από μέταλλο ή ορυκτό, μια εικόνα που έκαιγε, λόγου χάρη, έκαιγε κουρτίνες, και χόρευε, όμως όσο περισσότερες κουρτίνες έκαιγε, τόσο πιο σκοτεινό γινόταν το δωμάτιο ή η αποθήκη ή ο αχυρώνας, όπου συνέβαινε αυτό. 

 

Η ΠΟΛΗ ΧΟΥΑΡΕΣ

 

Γνωστή ως Σιουδάδ Χουάρες από το 1888, το πρώην Paso del Norte ήταν το σπίτι μιας ιεραποστολής κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατικής περιόδου του μεξικού. Μέχρι τότε, ήταν η περιοχή των αυτόχθονων ανθρώπων που βρίσκονταν στα πρόθυρα εξαφάνισης εξαιτίας της μετανάστευσης, της μαύρης αγοράς και της συχνά έντονης βίας.

Από τα πρώτα χρόνια μετά τη μεξικανική επανάσταση (1919-1921), η πόλη εξελίχθηκε σε μια τουριστική βιομηχανία αναψυχής με βασικό χαρακτηριστικό της την ανεξέλεξκτη μετανάστευση. Η εποχή της ποτοαπαγόρευσης στις ηπα (1920-1933) οδήγησε όσους αναζητούσαν διαφυγή από τους νόμους στα νότια των συνόρων, όπου το οργανωμένο έγκλημα τους περίμενε προσφέροντάς τους σεξ, αλκοόλ και ναρκωτικά. Η πόλη μεγάλωσε τη δεκαετία του ’40 χάρη στον σεξοτουρισμό, το εμπόριο και το μεταναστευτικό ρεύμα. Η δεκαετία του ’50 ήταν η χρυσή εποχή της δόξας της νυχτερινής ζωής της Σιουδάδ Χουάρες. Η πόλη έγινε το εφήμερο μέρος όπου ο αμερικανός τουρίστας μπορούσε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να έχει μια μεξικάνα πόρνη και, μέσω μιας συμβολικής μετεγκατάστασης, να κατακτήσει το μεξικό για μια στιγμή.

Το 1993 υπογράφηκε και το 1994 τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA) μεταξύ ηπα, μεξικού και καναδά, η οποία αποσκοπούσε στην πλήρη κατάργηση των δασμών επί των εμπορευμάτων που διακινούνται εντός των τριών αυτών χωρών. Αποτέλεσμα ήταν η ραγδαία αύξηση των μακιλαδόρες, βιομηχανιών συναρμολόγησης που ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από τη δεκαετία του ’60 με την παρακμή των τοπικών βιοτεχνιών κλωστοϋφαντουργίας, λαδιού κ.α. Χτισμένα με ξένο κεφάλαιο, οι μακιλαδόρες παραλαμβάνουν ακατέργαστα προϊόντα και τεχνογνωσία από τις ηπα, και σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος συναρμολογούν τα εμπορεύματα, τα οποία με τη σειρά τους διοχετεύονται στις ΗΠΑ και από εκεί σε όλο τον κόσμο. Η αύξηση των θέσεων εργασίας έφερε και αύξηση του πληθυσμού. Ενδεικτικά, από το 1997 ως το 2000 ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε (η απογραφή καταχώρησε 1.218.000 άτομα). Η πόλη φυσικά υπέφερε από τις συνέπειες της ασύμμετρης αυτής ανάπτυξης: την πληθυσμιακή έκρηξη σε συνδυασμό με την έλλειψη υποδομών και βασικών υπηρεσιών, την έλλειψη βασικών πόρων, την έλλειψη νερού και την ανησυχητική ρύπανση από βιομηχανικά λύματα και οχήματα. Το 40% του πληθυσμού το 2000 ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.

Τα σύνορα του μεξικό προσέφεραν ιδανικές συνθήκες για τη συμπίεση του κόστους εργασίας, καθώς η περιοχή αναδείχθηκε με ταχύτατο ρυθμό σε de facto ειδική οικονομική ζώνη, όπου το εργατικό δίκαιο, οι συνθήκες ασφάλειας και υγείας στην εργασία (στην ουσία το ίδιο το κράτος) αποσύρθηκαν, ούτως ώστε η ρύθμιση να γίνεται από τις ίδιες τις βιομηχανίες. Σύντομα αναδείχθηκε και η τάση των διευθύνσεων των εργοστασίων να προτιμούν γυναίκες εργαζόμενες, καθώς κρίθηκαν πιο ευέλικτες και πειθήνιες στις ακραία επισφαλείς συνθήκες εργασίας των μακιλαδόρες.

Η ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΟΣ ΜΗΧΑΝΗ

 

Το φαινόμενο των γυναικείων ανθρωποκτονιών στη Σιουδάδ Χουάρες άρχισε να καταγγέλλεται το 1993. Στις 23 Ιανουαρίου βρέθηκε στην έρημο έξω από την πόλη το πτώμα της Άλμα Τσαβαρία, 13 χρόνων, κακοποιημένο και εγκαταλελειμμένο, και δυο μέρες μετά αυτό της 16χρονης Ανχέλικα Λούνα Βιγιαλόμπος. Από τότε, την τύχη τους ακολούθησαν εκατοντάδες γυναίκες, που είτε βρέθηκαν δολοφονημένες στην έρημο, στους δρόμους, σε στενά και σε άδεια οικόπεδα. Εκατοντάδες είναι και οι γυναίκες που έχουν εξαφανιστεί και ακόμη αγνοούνται. Τα θύματα απήχθησαν από τους δρόμους της πόλης και οδηγήθηκαν με τη βία σε απομακρυσμένους χώρους όπου βιάστηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν, πολλές φορές σε εργένικα πάρτι ή σε όργια. Οι δολοφονίες γυναικών από τρεις το χρόνο πριν το 1993, χρονιά που συμπίπτει με την υπογραφή της NAFTA και την άνοδο σε ισχύ του καρτέλ ναρκωτικών της πόλης, δεκαπλασιάστηκαν στις τρεις το μήνα τη χρονιά εκείνη, ρυθμός που έμεινε περίπου σταθερός για τα επόμενα δώδεκα τουλάχιστον χρόνια.

Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, ο αριθμός μόνο των γυναικοκτονιών στην περιοχή της Τσιουάουα ξεπερνά τις 1.000, με 2.000 εξαφανισμένες γυναίκες από το 1993 έως το 2003. Νεαρές γυναίκες, συνήθως εργαζόμενες στις μακιλαδόρες, βρίσκονταν ακρωτηριασμένες, σεξουαλικά κακοποιημένες και δολοφονημένες, με κάθε δυνατό τρόπο, στους απέραντους σκουπιδότοπους που οριοθετούσαν την πόλη.

 

Ο δημοσιογράφος Sergio González Rodríguez εισάγει τον όρο «γυναικοκτόνος μηχανή», ορίζοντάς την ως ένα σύστημα που όχι μόνο δημιούργησε τις συνθήκες για τις δολοφονίες εκατοντάδων κοριτσιών και γυναικών, αλλά ανέπτυξε τους θεσμούς που εξασφάλιζαν την ατιμωρησία των εγκλημάτων, ή και τα νομιμοποιούσε. Η γυναικοκτόνος μηχανή αποτελείται από τη μισογυνική βία, τη ματσίλα, τις εξουσιαστικές και πατριαρχικές βεβαιώσεις που καλλιεργούνται στα όρια του νόμου ή μέσα στο δίκαιο του στρατού και των κυβερνητικών αξιωματούχων και πολιτών οι οποίοι σχηματίζουν ένα παράτυπο δίκτυο νεποτισμού και κατά συνέπεια είναι στο απυρόβλητο ατόμων, ομάδων και θεσμών που με τη σειρά τους προσφέρουν δικαστική και πολιτική ασυλία. Ασκεί την εξουσία της στους θεσμούς μέσω της άμεσης δράσης, του εκφοβισμού, της ιδεολογικής συμπαράστασης, της αδράνειας και της αδιαφορίας. Αυτό παρατείνει την κυριαρχία της και εξασφαλίζει τη δική της ατέρμονη αναπαραγωγή. Ανιχνεύσιμες με την πάροδο του χρόνου, οι συνέπειές της επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της: στη Σιουδάδ Χουάρες, η βία κατά των γυναικών πολλαπλασιάζεται, ενώ παράλληλα καλλιεργείται ένα πέπλο ατιμωρησίας. Η απαξίωση και η παραμέληση των θυμάτων σταδιακά επισημοποιήθηκε από τους πολιτικούς θεσμούς, το δικαστικό σύστημα και τα μμε. Οι μεξικανικές αρχές, ενσωματωμένες στη γυναικοκτόνο μηχανή, έχουν επανειλημμένα αποσυντονίσει ή παρεμποδίσει τις έρευνες. Η αναγκαία αλληλεπίδραση οργανωμένου εγκλήματος με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις παραβλέπεται.

Η μηχανή άφησε ίχνη από τα εγκλήματά της στους δρόμους, στα σταυροδρόμια, στις γειτονιές, στα βιομηχανικά πάρκα και σε συγκεκριμένες αστικές και προαστιακές περιοχές, όπου πετούσε τα σώματα των θυμάτων της. Μηνύματα, πληγές, σημάδια, ακρωτηριασμοί και βασανιστήρια είναι χαραγμένα σε αυτά τα κορμιά. Η ορμή για καταστροφή αυτοματοποιείται.

 

 

Η ΘΗΛΥΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

και πώς αυτή εμπλέκεται στις γυναικοκτονίες

 

Η ένταξη όλο και περισσότερων γυναικών (ντόπιων και μεταναστριών) στην παραγωγική διαδικασία στη μεθοριακή γραμμή μεξικού-ηπα προϋποθέτει μια αλλαγή στην καθιερωμένη αντίληψη για τα φύλα. Η νέα αντίληψη αντιτίθεται στην κλασική κατανομή των ρόλων των φύλων του 19ου αιώνα, που ακόμη καθορίζει τη συμπεριφορά στο μεξικό (πατριαρχική οικογένεια, άνδρας-ήρωας). Μια γυναίκα που δουλεύει και δεν έχει ανάγκη την ανδρική προστασία αντιτίθεται στην ιδέα της «άσπιλης γυναίκας». Η θηλυκοποίηση της εργασίας οδηγεί επίσης σε κατάρριψη της κλασικής αφήγησης για την κατανομή της εργασίας με βάση το φύλο (ανδρική-γυναικεία εργασία). Τα παραπάνω αποσταθεροποιούν την αρρενωπή ταυτότητα του μεξικανού άνδρα/εργάτη. Έτσι προκύπτει μια «υπεραρρενωπότητα», μια ανάγκη δηλαδή επίδειξης της ανδρικής ταυτότητας, η οποία προσπαθεί συμβολικά να αναπληρώσει το χαμένο στάτους, μέσω της άσκησης βίας και πλήρους ελέγχου των γυναικείων σωμάτων. Οι άντρες ασκούν έμφυλη βία, με τη γυναικοκτονία να αποτελεί το ακραίο όριο του φάσματος, καθώς περιλαμβάνονται και όλες οι άλλες μορφές βίας (κακοποιήσεις, βιασμοί, παρενοχλήσεις), γιατί οι γυναίκες είτε ως εργάτριες, είτε ως εργαζόμενες στις υπηρεσίες, είτε ως σεξεργάτριες, παραβιάζουν τα όρια τους και η βία προς αυτές επαναφέρει συμβολικά την τάξη. Ταυτόχρονα, λόγω κυριαρχίας ανεπίσημων μορφών εξουσίας (μαφίες), η δυνατότητα άσκησης βίας αναδείχθηκε ως ένα επιθυμητό προσόν, ως μια απόδειξη ικανότητας και δύναμης που μπορούσε ακόμη και να συνεισφέρει στην ανέλιξη ατόμων. Οι τοπικές αρχές και η πολιτειακή αστυνομία συνεργάζονται με τις ναρκομαφίες, αδιαφορούν για τις γυναικοκτονίες, προσπερνούν τις καταγγελίες, κατηγορούν τα θύματα και συχνά υπάρχει η υποψία ότι συμμετέχουν σε αυτές.

 

Με τον όρο «θηλυκοποίηση της εργασίας», εννοείται η ανάδυση των χειρότερων δυνατών εργασιακών συνθηκών: μισθοί κάτω του κατώτερου, ακραία ελαστικότητα ωραρίων, συνεχής μετακίνηση μέσα στην αγορά εργασίας, αβεβαιότητα σχετικά με την πρόσβαση σε οικονομικά αγαθά, αποκλεισμός από κοινωνικά δικαιώματα, και περιορισμένη δυνατότητα για αυτοκαθορισμό, όλα εκ των οποίων πυροδοτήθηκαν με το NAFTA, ειδικά στα βόρεια του μεξικό. Δεύτερον, και κυριότερο, η θηλυκοποίηση της εργασίας υποδεικνύει τη μετακίνηση της παραγωγικής διαδικασίας από τα εργοστάσια συναρμολόγησης (μακιλαδόρας), στα σώματα των γυναικών που εργάζονται σε αυτά – και πέρα από τα σώματά τους, όταν αυτές βιάζονται και σκοτώνονται. Φτιάχνεται έτσι ένα μακάβριο κύκλωμα όπου σώματα γυναικών είναι αντικείμενα κατακερματισμού/ ακρωτηριασμού/ καταστροφής σε μια διαδικασία αντίστροφη και ανάλογη στην κατασκευή και συναρμολόγηση κομματιών που αποτελούν τη βιομηχανική δουλειά τους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ως μια μιμητική διαδικασία που απεικονίζεται με ακρωτηριασμένα σώματα ως τα προϊόντα της γυναικοκτόνου μηχανής, μια μιμητική διαδικασία που συνδέει τις πραγματικές μηχανές συναρμολόγησης (μακιλαδόρας) με τις έμφυλες καταπιέσεις και τις κοινωνικές συνθήκες.

 

Οι γυναίκες αποτελούν πλέον κίνδυνο για την κανονικότητα της κοινωνικής δομής, αντιμετωπίζονται σαν κάτι ξένο, υποδεέστερο και απειλητικό και γι’ αυτό το λόγο εξαιρούνται από το κοινό ποινικό δίκαιο. Στο πλαίσιο της Γυναικοκτόνου Μηχανής τα δικαιώματα των γυναικών δεν υπάρχουν, τα σώματά τους δεν τους ανήκουν, τα σώματά τους έχουν μόνο παραγωγική, ανα-παραγωγική και σεξουαλικοποιημένη λειτουργία και πάντα προς όφελος των ανδρών. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος είναι προνόμιο ανδρικό. Έτσι, η αντίληψη ότι τα σώματα των γυναικών είναι ακατάλληλα, απρεπή και ανήκουν στους άνδρες υποδηλώνει ότι τα σώματα αυτά πρέπει να κυβερνώνται από αυτούς. Όταν το αποφασίσουν οι «ιδιοκτήτες», τα σώματα καταστρέφονται ή τιμωρούνται. Η τιμωρία ποικίλει από σκληρό στιγματισμό (την απόδοση του τίτλου της πουτάνας) και τη φυλακή (ποινικοποίηση της έκτρωσης) ως τη δολοφονία (γυναικοκτονία).

Η ιστορία της εξαφάνισης και του τελικού θανάτου αντιμετωπίζεται σε κάθε περίπτωση με αναισθησία από τις αρχές. Παρά τις άμεσες καταγγελίες αρνούνται να δράσουν – απλά ακολουθώντας τους κανόνες. Συχνά υπονοούν ότι η εξαφανισμένη έκανε διπλή ζωή, ότι ήταν μπλεγμένη στην πορνεία ή της άρεσε να διασκεδάζει και απλά το έσκασε ή έφυγε μαζί με κάποιο φίλο. Στις εξαφανίσεις δε βλέπουν παρά κοντές φούστες, οικογενειακούς καυγάδες ή παράνομους ερωτικούς δεσμούς. Αυτή η περιφρόνηση ταυτόχρονα καλύπτει και καλλιεργεί το έγκλημα, κατηγορώντας τα θύματα. Τα θύματα στερούνται τα ανθρώπινα τους δικαιώματα, όπως πριν είχαν στερηθεί τα δημόσια, πολιτικά και ατομικά τους δικαιώματα. Οι οικογένειες των θυμάτων, μαζί με ακτιβίστριες ήδη από το 1994, είναι ενεργές για τη διεκδίκηση της απονομής της δικαιοσύνης, με τις μητέρες των γυναικών να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο και να συγκρούονται συχνά με τις αρχές για την αδιαφορία τους.

Το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη!», το οποίο έχει υιοθετηθεί από φεμινιστικές οργανώσεις σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και παγκοσμίως, πρωτοακούγεται από τη μεξικανή ποιήτρια Σουζάνα Τσάβες (“ni una muerta mas”), σε διαδήλωση για τις νεκρές της Χουάρες, όπου και ζούσε. Η Τσάβες βρέθηκε στραγγαλισμένη και ακρωτηριασμένη το 2011.

 

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

Το 2010 η εταιρεία καλλυντικών MAC συνεργάστηκε με σχεδιάστριες της Rodarte για να δημιουργήσει μία νέα σειρά εμπνευσμένη από τις δολοφονίες στη Σιουδάδ Χουάρες. Τα καλλυντικά είχαν ονόματα όπως «Quinceanera», «Ghost Town», «Factory» και «Juarez». Τα ρούχα ήταν εμπνευσμένα από την ιδέα εργάτριες των μακιλαδόρας να περπατούν μισοκοιμισμένες στα εργοστάσια της Χουάρες, αφού έχουν ντυθεί στα σκοτεινά. Σε μία σκοτεινή ατμόσφαιρα υπό το φως κεριών, τα μοντέλα εμφανίστηκαν με δαντέλες, περιδέραια και σαν λευκές γυναίκες του περιθωρίου της βικτωριανής εποχής, και φορούσαν μακιγιάζ που τόνιζε τη νεκρική χλωμάδα των προσώπων τους. Τα μάτια τους ήταν υπερβολικά βαμμένα με καφέ-μαύρη σκιά που θύμιζε την έρημο.

Η εταιρεία και οι σχεδιάστριες απολογήθηκαν και σε αντάλλαγμα αποφάσισαν να δωρίσουν 100.000 δολλάρια σε κοινωνικά ιδρύματα κατά μήκος των μεξικανικών συνόρων.

Το δράμα των θυμάτων των γυναικοκτονιών μετατρέπεται σε μια σειρά καλλυντικών. Η αγορά τυποποιεί την πραγματικότητα, τη διασπά από τα γεγονότα και τα μετατρέπει σε απλά δεδομένα χωρίς βάρος και περιεχόμενο και σε σύμβολα που γίνονται μέρος του διαθέσιμου αποθέματος της εμπορικής δημιουργικότητας. Το κέρδος είναι εξίσου βάναυσο με τους δολοφόνους. Ο εξωραϊσμένος σαρκαστικός δυτικός καπιταλισμός της αισθητικής, της πασαρέλας και των δεξιώσεων συντάσσεται κραυγαλέα με τους βιαστές και δολοφόνους του άγριου λατινοαμερικανικού καπιταλισμού, με τους εμπόρους ναρκωτικών, τους ιδιοκτήτες των κλαμπ και τους μαστροπούς, και φυσικά με τις μεξικανικές αρχές που όλα αυτά τα χρόνια τους προστατεύουν, και αυτή η απάτη είναι εδώ για να επιμείνει πως η γυναικοκτόνος μηχανή δεν υπήρξε ποτέ στη Σιουδάδ Χουάρες.

 

 

 

Κλέψαμε από: Δείτε επίσης:
Sergio Gonzalez Rodriguez – Η γυναικοκτόνος μηχανή

(εκδόσεις τοποβόρος, 2018)

Sayak Valencia – NAFTA:  Capitalismo Gore and the  Femicide  Machine

(semiotext(e) / Intervention Series, 2018)

Roberto Bolano – 2666 (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2011)

Λίνα Θεοδώρου – Η νεκρόπολη των γυναικών

(κιουρί@ τεύχος 0, Ιούνιος 2018)

Daniel Hernandez – Fashion, make-up lines inspired by Ciudad Juarez spark apology (La Plaza, 2010)

http://www.causeofdeathwoman.com/susana-chavez

Alicia Gaspar de Alba – Making A Killing: Femicide, Free Trade, And La Frontera (chicana Matters)

(University Of Texas Press, 2010)

Kathleen Staudt, César M. Fuentes, Julia E. Monárrez Fragoso (επιμ) – Cities and Citizenship at the U.S.-Mexico Border The Paso Del Norte Metropolitan Region (Palgrave, 2010)

Νarrating la frontera: thinking violence and the u.s.-mexico border (blog στο wordpress)

Haizea Barcenilla – Τhe context of submission. Reflections after a recent trip to Ciudad Juárez (περιοδικό a*desk, 2013)

“Lost Daughters of Juarez” – φωτογραφικό ρεπορτάζ του Gabriel Romero

Η πόλη των νεκρών γυναικών – ντοκιμαντέρ του εξάντα

 

 

Leave a Reply